- πλατύ-
- ΝΜΑα' συνθετικό λέξεων, κατά κύριο λόγο επιθέτων, ὁλων τών περιόδων τής Ελληνικής, που ανάγεται στο επίθ. πλατύς με σημ. «φαρδύς, ευρύς, παχύς, πληθωρικός, μεγάλος, άνετος». Στο επίθ. πλατύς ανάγονται και ορισμένοι ξεν. επιστημονικοί όροι που έχουν εισαχθεί στην Ελληνική ως αντιδάνεια (πλατυ-κεφαλία, πρβλ. αγγλ. platycephaly, πλατυ-κνημία, πρβλ. αγγλ. platycnemia, πλατυ-ποδία, πρβλ. αγγλ. platypodia).ΣΥΝΘ. (Α' συνθετικό) πλατύκερκος, πλατυκέφαλος, πλατυκορία, πλατυμέτωπος, πλατύνωτος, πλατύουρος, πλατυόφθαλμος, πλατύπους, πλατυπρόσωπος, πλατυρρημοσύνη, πλατύρρινος, πλατύρυγχος, πλατύστερνος, πλατύστομος, πλατύφυλλοςαρχ.πλατυαλουργής, πλατυάμφοδος, πλατυαύχην, πλατυγάστωρ, πλατυγλωσσος, πλατύγναθος, πλατυγόνατος, πλατυθάλασσος, πλατυΐσχιος, πλατύκαρπος, πλατύκαρφος, πλατύκαυλος, πλατύκερως, πλατυλέσχης, πλατυλόγος, πλατύλογχος, πλατύνευρον, πλατύπεδος, πλατύπιλος, πλατυπόρφυρος, πλατύπυγος, πλατύρρους, πλατύσαρκος, πλατύσημος, πλατύσχιστος, πλατύτοξος, πλατύψυχοςαρχ.-μσν.πλατυώνυχοςμσν.πλατύκομος, πλατύοδος, πλατύοψις, πλατύρρυμος, πλατυτράχηλοςμσν.- νεοελλ.πλατυέπεια, πλατύσωμος, πλατύχωροςνεοελλ.πλατύβαθρο, πλατύγυρος, πλατύδεσμος, πλατυέλμινθες, πλατυκέρατος, πλατυκεφαλία, πλατυκήριο, πλατυκνημία, πλατυκούτελος, πλατυμηρία, πλατυπόδαρος, πλατυποδία, πλατυρραμφής, πλατυρρήμων, πλατυρρινία, πλατύσκαλο, πλατύφτερος.
Dictionary of Greek. 2013.